- λατόμιον
- λατόμιον και λατόμιν, τὸ (ΑM)βλ. λατομείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λατόμιον — λατομέω quarry imperf ind act 3rd pl (doric) λατομέω quarry imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατομείο — Υπαίθριος χώρος εξόρυξης οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, πωρόλιθου κ.ά.) και δευτερευόντως άνθρακα, χημικών ουσιών και μεταλλευμάτων. Η εργασία στο λ. περιλαμβάνει την εξόρυξη και τη μεταφορά των χρήσιμων ορυκτών καθώς και των υπερκείμενων στείρων… … Dictionary of Greek
DOCIMAEUM — urbs Phrygiae magnae. Steph. ad fontes Hermi et Sangarii fluv. 40. mill. a Sinnada in Circ. 30. ab Eucarpia. Baudr. Graece Δοκίμειον, Scalig. Docimeum. Incolae Docimenses aut Docimeni Steph. Δοκιμηνοὶ, apud Salmas. Not. ad Capitolin. in Marco.… … Hofmann J. Lexicon universale
πώρινος — η, ο / πώρινος, η, ον, ΝΑ κατασκευασμένος από πωρόλιθο («πώρινο άγαλμα») αρχ. φρ. α) «πώρινος λίθος» πωρόλιθος β) «λατομίον πώρινον» ή απλώς «πώρινον» λατομείο πωρόλιθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek